Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βαρύς καφές

  • 1 кофе

    кофе м о καφές· \кофе в зёрнах о ανάλεστος καφές· молотый \кофе о αλεσμένος καφές* \кофе с молоком (со сливками) о καφές με γάλα ( με κρέμα)· крепкий \кофе о βαρύς καφές
    * * *
    м
    ο καφές

    ко́фе в зёрнах — ο ανάλεστος καφές

    мо́лотый ко́фе — ο αλεσμένος καφές

    ко́фе с молоко́м (со сли́вками) — ο καφές με γάλα (με κρέμα)

    кре́пкий ко́фе — ο βαρύς καφές

    Русско-греческий словарь > кофе

  • 2 крепкий

    1. (сильный, твёрдый) σκληρός, γερός, δυνατός
    - ветер ο σφοδρός αέρας 2 (насыщенный) συμπυκνωμένος, πηχτός
    βαρύς: - кофе ο βαρύς καφές.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепкий

  • 3 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 4 крепкий

    креп||кий
    прил
    1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:
    \крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ
    2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:
    \крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·
    3. (насыщенный) δυνατός:
    \крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > крепкий

См. также в других словарях:

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»